Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

ΕΦΕΡΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΩΣ ΕΔΩ ΣΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΕΤΟΥΤΟ ΠΟΥ ΠΑΛΕΥΕΙ ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

       -α-

Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος

Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια

Η νύχτα ελαφρωμένη   Από το θόρυβο και τη φροντίδα

Μέσα μας μετασχηματίζεται

Κι η καινούργια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη

 

Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του θεού

       -β-

Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της

Αλλάζει κοίτη ο χρόνος

Και γυμνούς από έγνοια επίγεια   Σ’ άλλα νοήματα μας οδηγεί

 

Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους

Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας

Ο αυτούσιος πηγαιμός;

       -γ-

Των φθαρτών δακρύων απόγονοι

Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών   Αφήσαμε το γήινο δέρμα

Και στον ψίθυρο των δένδρων ψαύσαμε   Τα λόγια μας

Για τελευταία φορά

 

Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!

       -δ-

Εικόνα ω αναλλοίωτη   Φωτοχυσία

Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια

Που προσεγγίζει την ελπίδα μας   Προς την απραξία

 

Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται

 

Είσαι παντού Μοιράζεσαι   Τις σκοτεινές μας άρπες

Άυλο περίβλημα

       -ε-

Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας

Στη συνάντησή τους μεσ’ στους ουρανούς

Έλαμψε καθαρή στιγμή   Τρεμούλιασμα εναγώνιο

Το πιστό καθρέπτισα των σωθικών μας

 

Πιο ψηλά

Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της

Θρονιάζεται η Γαλήνη

 

Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας

Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας

Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας

 

Ξαναγεννάει αισθήματα.

       -στ-

Μέσα μας αναλύθηκε η Σιωπή

Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια

Σ’ ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη

Όταν χαριστήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη

 

Όχθη των ελαφρών σκιών   Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα

Τα χρυσά στίγματα μας κοίταζαν

Τόσο που αποσπαστήκαμε απ’ το βάρος μας

Όπως αποσπαστήκαμε από την αμαρτία!

       -ζ-

Νοητή λάμψη   Κυανό διάστημα

Κάθαρση της ψυχής!

Σα να ’λειψε ο επίγειος θόρυβος

Σα να σταμάτησε η κακία της μνήμης

Καθαρό πάλλεται   Το καινούργιο μας όνειρο

Μας τραβάει απ’ το χέρι αόρατο χέρι

 

Όπου η Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός

Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.

 [ΩΡΙΩΝ από την ενότητα ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ της ομότιτλης συλλογής του Οδυσσέα Ελύτη που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1940 από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Τίτλος της ανάρτησης οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα ΕΠΕΤΕΙΟΣ,

«νιάτα στα βράχια επάνω,

στήθος με στήθος προς τον άνεμο

που να πηγαίνει ένας άνθρωπος που δεν είναι άλλο από άνθρωπος…»

που ανθολογείται αμέσως παρακάτω μαζί με το ποίημα ΔΙΟΝΥΣΟΣ,

«με δάδες που ξενύχτησαν μεσ’ στις οοργιάζουσες πλαγιές των ξανθών ορχησρίδων

και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με ύαινες…»]

 


ΕΠΕΤΕΙΟΣ  (από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)

       (… even the weariest river winds somewhere safe to sea!)

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Στο σημάδι τούτο που παλεύει

Πάντα κοντά στη θάλασσα

Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος

Με στήθος προς τον άνεμο

Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος

Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος

Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες

Στιγμές του, με νερά τα οράματα

Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του

Α, Ζωή

Παιδιού που γίνεται άνδρας

Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος

Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται

Η σκιά ενός γλάρου.

 

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα

Λίγα δένδρα και λίγα

Βρεμένα χαλίκια

Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο

Ποιο μέτωπο

Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια

Κανείς δεν είναι

Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο

Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη

Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας

Όνομα πιο γλυκό μεσ’ τον ορίζοντά τους

Λίγα χρόνια λίγα κύματα

Κωπηλασία ευαίσθητη

Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.

 

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει

-Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του

Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους

Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους

Πιο κοντά στο φως

Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα-

Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται

Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανήλεη

Μαδά η επιτυχία

Στρόβιλοι φτερών

Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα

Χώμα σκληρό κάτω απ’ τα ανυπόμονα

Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο

Ηφαίστειο νεκρό.

 

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο

Πιο πέρα απ’ τα νησιά

Πιο χαμηλά απ’ το κύμα

Γειτονιά στις άγκυρες

-Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος

Ένα καινούργιο εμπόδιο και το νικάνε

Και μ’ όλα τα δελφίνια της αυγάζ’ η ελπίδα

Κέρδος του ήλιου σε μι’ ανθρώπινη καρδιά -

Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε

Μια μορφή από αλάτι

Λαξεμένη με κόπο

Αδιάφορη άσπρη

Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της

Στηρίζοντας το άπειρο.

 

Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ (οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας)

α΄

Με δάδες που ξενύχτησαν μεσ’ στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών ορχηστρίδων

Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με ύαινες

Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε βρίσκουν πρωί

Με όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους άθικτες

Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο

Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων

Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας

Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας

Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση μαρτίων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!

β΄

Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ’ εδώ φύγετε απ’ την ευθυμία του καταρράκτη

Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων παρθένων

Ουράνια τόξα πλεύσετε μεσ’ στους κρυστάλλους και τους ουρανούς που έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια

Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέσα στα εμβρόντητα ταξίδια μας

Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ’ την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας

Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως

Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυρά τους υάκινθοι

Κυανοί και μυοσωτίδες με μικρούς ιβίσκους όλους χάρη όταν ταπεινώνονται

Στις ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επιθυμιών

Στα μεγάλα τόξα των μεγάλων θριαμβευτών δάσους εφήβου.

γ΄

Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της ατμοσφαίρας

Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο κι άνεμο

Μάγουλα των νυμφών νιφθείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την

Κατά δω θα πλεύσει μια αιωνιότητα!

Σ’ όλες τις κρήνες σ’ όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναενώνεται

Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μεσ’ απ’ τις δροσιές ως την ηχώ της που σαλπίζει
Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των άσπιλων χεριών

Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρτημα…

Ω να σας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ριγος κι υψωθεί απ’ τον τέτοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα

Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις ρίζες της Χίμαιρας!

δ΄

Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη των κυνηγητών τους μεσ’ στο ξάγναντο

Κι αφήνουν τα μαλλιά τους διθυραμβικά να πλέκονται μεσ’ στις λατάνιες φεγγερών στοών

Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των θριάμβου

Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια

Σα μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοώντας μια καινούρια αλήθεια

Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας

Μ’ ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ’ το σφρίγος τους

Χαράζοντας μια νέα καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπησαν της ώρες μας…

Κι είναι όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται

Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή
Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα

Τραγουδώντας μεσ’ στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις περιούσιες….

ε΄

Πυρόξανθο μαστίγωμα! Πούπουλα εκτυφλωτικά σαν στροβιλίζονται μέσα στ’ αλώνια

Κι ο άνεμος τα λυμαίνεται με θημωνιές που κρύβονται από τη μονομαχία του ήλιου

Όταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών

Εκρήξεις – όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις θυμωμένες γέφυρες

Κι όλος ο κόπος στάζει σε διαμάντια

Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο ξεδίπλωμα της νεότητας…

Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας – στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου αίμα!

Γιατί πετάξαμε μιαν αγκαλιά φλοιούς με χαραγμένα ονόματα στην αμμουδιά που ελπίζει πάντα

Γιατί λασκάραμε όλα μας τα χαλινάρια κατακτώντας τις νωπές κοιλάδες της νοτιάς

Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε πανδαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών

Πιστέψαμε τα Βήματά μας – ζήσαμε τα Βήματά μας – είπαμε τα Βήματά μας άξια!

στ΄

Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του ήλιου τους

Σύγκορμα τρέμουν τ’ απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκινα

Είναι το φως που ενστερνιστήκανε και τ’ ανυψώνει ως τις καρδιές μιας ύπαρξης που αλλάζει

Όλους τους δρόμους των ζεφύρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αισθήματα

Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιας καθαρής ζωής

Κι είναι η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει την άνοιξη

Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ’ άστρα που αγναντεύουν!

Α τα γυμνά κορμιά στ’ αετώματα του χρόνου χαραγμένα – οι κύκλοι των ωρών

Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει ο Έρωτας

Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μεσ’ στην ποδιά της Γης!

ζ΄

Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου

Με χρυσές μπρατσέρες θα βγούμε στον κίνδυνο πιο πέρα απ’ το ακρωτήρι της καλής ανταύγειας

Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς

Υψώνοντας τις φλόγες των σαν αλαφριά κορμιά της καλοσύνης

Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανογραφίας

Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν’ ακούσει η Γη κι ανοίξει όλα τα πέταλα των μυστηρίων της

Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλευση

Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα – σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν

Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυρισμένης οάσεως

Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο!

 

ΦΩΤΟΣΤΕΦΑΝΑ ΕΙΔΥΛΛΙΩΝ ΠΟΥ ΕΠΛΑΣΑΝ ΜΕ ΦΩΣ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟ ΙΔΕΑΤΟ ΤΟΥΣ ΣΚΙΡΤΗΜΑ:  

Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέσα στα εμβρόντητα ταξίδια μας    Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ’ την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας    Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως    Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυρά τους υάκινθοι…    Στις ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επιθυμιών…    Όταν οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων…    Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο κι άνεμο…   Κατά δω να πλεύσει μια αιωνιότητα   Ω σα θα μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος  κι υψωθεί απ’ τον τέτοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα    Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις ρίζες της Χίμαιρας    Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των θριάμβου    Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια…    Κι είν’ όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται    Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή…   Τραγουδώντας μες στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις περιούσιες…     Εκρήξεις – όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις θυμωμένες γέφυρες   Κι όλος ο κόπος στάζει διαμάντια    Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο ξεδίπλωμα της νεότητας…    Αίμα στην πράξη αυτή!.. Αίμα στις πράξεις μας – στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου αίμα!..    Πιστέψαμε τα Βήματά μας – ζητήσαμε τα Βήματά μας – είπαμε τα Βήματά μας άξια!    Είναι το φως που ενστερνιστήκαμε και τ’ ανυψώνει ως τις καρδιές μιας ύπαρξης που αλλάζει    Όλους τους δρόμους των ζαφύρων προς τα εκεί που φλέγονται τα ασιθήματα    Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους έπαθλα μιας καθαρής ζωής    Κι είναι η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει την άνοιξη…    Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ’ άστρα που αγνανεύουν!..    Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μες στην ποδιά της Γης.   Κι αύριο είναι πρωί –  μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου…    Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς    Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τ’ αλαφριά κορμιά της καλοσύνης    Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση   και θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση    Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα – σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν    Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ’ εδώ φύγετε απ’ την ευθυμία του καταρράκτη!...   [αποσπάσματα από το ποίημα ΔΙΟΝΥΣΟΣ από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, εκδόσεις Ίκαρος 1940]

ππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ